- κατάκειμαι
- (AM κατάκειμαι)1. κείμαι καταγής, είμαι ξαπλωμένος2. (για ασθενείς) ασθενώ βαριά (α. «ο γείτονας κατάκειται εδώ και δυο μήνες» β. «ἐν κλίνῃ νῡν ἀσθενῶν κατάκειμαι»)αρχ.1. κάθομαι κάτω στηριζόμενος στα λυγισμένα γόνατα2. (για πράγματα) είμαι φυλαγμένος στην αποθήκη3. (μτφ. για ψυχικά πάθη) απομένω, βρίσκομαι, υπάρχω4. (για ζώα) βρίσκομαι τρυπωμένος5. κατοικώ6. παραμελούμαι7. παρακάθομαι σε συμπόσια8. (για ξηρά) έχω κλίση προς τη θάλασσα9. καταγίνομαι σε σημαντικά έργα10. (για πράξεις ή συμφωνίες) είμαι γραμμένος σε βιβλίο.
Dictionary of Greek. 2013.